- οιστρηλασία
- η (Α οἰστρηλασία) [οιστρήλατος]1. διέγερση σε βαθμό μανίας η οποία οφείλεται σε τσίμπημα οίστρου2. παράφορο πάθοςνεοελλ.ζωηρός ενθουσιασμός, έξαψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰστρηλασίᾳ — οἰστρηλασίᾱͅ , οἰστρηλασία mad passion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιστρηλασία — η 1. διέγερση του τσιμπημένου από τον οίστρο. 2. μτφ., παραφορά, ορμή, έξαψη ενθουσιασμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰστρηλασίας — οἰστρηλασίᾱς , οἰστρηλασία mad passion fem acc pl οἰστρηλασίᾱς , οἰστρηλασία mad passion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστρηλασίαν — οἰστρηλασίᾱν , οἰστρηλασία mad passion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)